- αρχιφυλακίτης
- ἀρχιφυλακίτης, ο (Α)ο αρχηγός των φυλακιτών (στρατιωτικών σωμάτων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
υπαρχιφυλακίτης — ὁ, Α υπαρχηγός αστυνομικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρχιφυλακίτης «ο αρχηγός τών φυλακιτών, δηλ. τών στρατιωτικών σωμάτων τής πτολεμαϊκής Αιγύπτου»] … Dictionary of Greek